ανέμισμα

ανέμισμα
το [ανεμίζω]
1. το λίχνισμα
2. η κίνηση της ανέμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανέμισμα — το ατoς 1. το αέρισμα, το κυμάτισμα: Η μάχη συνεχιζόταν, αλλά και το ανέμισμα της σημαίας στο κοντάρι του φρουρίου. 2. το λίχνισμα: Είχαν αρχίσει στα αλώνια το ανέμισμα του σταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέμωσις — ἀνέμωσις, η (Μ) ανέμισμα, άπλωμα στον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστής, ο — ανεμιστής, o, θηλ. ίστρια ο εργάτης ή η εργάτρια που κάνει στο αλώνι τo ανέμισμα του σταριού, κριθαριού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”